Παρασκευή, Ιανουαρίου 12, 2007

Μιά αφιέρωση...


Τώρα που πέρασαν οι γιορτές και ξαναγυρίζουμε στούς καθημερινούς ρυθμούς μας, νοιώθω μιά εσωτερική επιθυμία, να γράψω δυό λόγια γιά έναν φίλο που έφυγε πριν αρκετά χρόνια.
Οι άνθρωποι που επηρέασαν την ζωή μου, από τότε που άρχισα να την καταλαβαίνω, δεν ξεπερνούν τα δάκτυλα ενός χεριού. Ενα απο αυτά είναι και ο Γιάννης.
Φίλοι από την εφηβεία μας, κάπου 7 άτομα ο κορμός της παρέας, δεμένοι σαν μιά γροθιά. Ολοι γιά έναν και ο ένας γιά όλους. Μιά διαφορά των υπόλοιπων από τον φίλο ήταν, πως ενώ όλοι είμασταν φοιτητές ή σπουδαστές, ο Γιάννης ήταν εργαζόμενος από μικρός και είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό. Ηταν και μερικά χρόνια μεγαλύτερος μας, ενώ οι υπόλοιποι είχαμε ίδια ηλικία.
Ο Γιάννης όμως ήταν πάντα ο καλύτερος συζητητής και συνήθως η δική του άποψη ήταν η μεστότερη. Μερικοί που δεν τον γνώριζαν, τον ρωτούσαν τι σπούδαζε, και αυτός γαλήνιος τους απαντούσε πως ήταν ξυλουριστής στην κατασκευή υποδημάτων.
Επάγγελμα που δεν γνωρίζω αν ευδοκιμεί τώρα στις μέρες μας με την αυτοματοποήση.
Εκανε το τελευταίο φινίρισμα στην σόλα του παπουτσιού, έκοβε τα περιττά, άλοιφε αυτή την γυαλιστερή ουσία στο κάτω μέρος, το κατάλληλο χρώμα στο προφίλ και το προιόν ηταν έτοιμο γιά την βιτρίνα.
Η αμοιβή του καλή, 15δρχ το ζευγάρι πρίν 25-30 χρόνια και με 100 ζευγάρια την ημέρα σε εποχές που είχε πολύ δουλειά , ήταν καλά λεφτά.
Εργαζόμενος σπούδασε την μικρότερη του αδελφή και στήριζε οικονομικά τον μεγαλύτερο του αδελφό που ήθελε να γίνει, και αργότερα έγινε, εισαγγελέας.
Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Ηταν πράος μέχρι που τον περνούσες γιά καθυστερημένο, ήταν υπομονετικός μέχρι αναισθησίας και συμπονετικός μέχρι βλακείας.
Μερικοί απ την παρέα, πήγαιναν τα καλοκαίρια να εργασθούν κοντά του γιά το χαρτσιλίκι. Περισσότερο τον πείραζαν παρά βοηθούσαν, αλλά αυτός ακόμη περισσότερο στην πλάκα.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα πάρτυ που οργάνωνε στην γιορτή του. Πάντα θυμάμαι το μπιλλιάρδο που παίζαμε, σχεδόν άριστος, από τους καλύτερους παίκτες. Τις βόλτες τα βράδυα αργά στους ήσυχους τότε δρόμους της πόλης μας.
Οταν η παρέα έβγαινε γιά ρετσίνα , στον ρεφενέ, τα μισά ήταν του φίλου με την δικαιολογία ότι εμείς σπουδάζαμε. Οταν θα κερδίζαμε χρήματα κάποτε, τότε θα τον κερνούσαμε εμείς. Λυπάμαι τώρα που δεν έγινε αυτό σχεδόν ποτέ.
Κάποτε ξαφνικά μας ανακοίνωσε πως θα φύγει στην Αμερική. Τον είχαν κάνει πρόσκληση σε μιά μεγάλη παραγωγική μονάδα και θα κέρδιζε πολλά χρήματα.
Ετσι σε λίγες μέρες τον χάσαμε. Δεν έμαθα ποτέ την αιτία αλλά στάθηκε όμως άτυχος και μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα, πουλούσε παγωτά στούς δρόμους της Νέας Υόρκης. Γύρισε μετά από 6 χρόνια αλλά δεν ήταν πιά ο Γιάννης που γνωρίζαμε. Υπέφερε συνεχώς από ημικρανίες, ζαλάδες και τις απέδιδε στην σκόνη και τις οσμές του χώρου εργασίας του. Το χειρότερο ήταν πως πίστευε πως τον παρακολουθούσαν, όπως στην Αμερική, σαν μετανάστη. Σταμάτησε και την δουλειά του. Στο γήπεδο, στο σινεμά, στην ταβέρνα, στην καφετέρια, πάντα κάποιοι τον παρακολουθούσαν. Με την επιμονή φίλου που είχε πλέον τελειώσει την ιατρική, επισκέφθηκαν ψυχίατρο. Μυστική διάγνωση, πως έπασχε από μανία καταδιώξεως. Με άλλα λόγια δηλαδή αρχικά στάδια σχιζοφρένιας.
Με τον καιρό χειροτέρευε, άρχισε να πιστεύει πως είναι εκπρόσωπος του Θεού ή ακόμη και ο Χριστός. Αργότερα μας είχε πεί ακόμη πως κάποιος απ την παρέα είναι μετενσάρκωση του διαβόλου. Κάποτε το ίδιο πίστευε και γιά το ανεψάκι του που υπεραγαπούσε. Αρχίσαμε έτσι να φοβόμαστε γιά την ακεραιότητα μας. Ηταν ψηλός , αθλητικός και ωραίος άνδρας. Οταν η αρρώστεια τον έζωσε γιά τα καλά, μπαινόβγαινε σε κλινικές, έκανε θεραπείες, πότε ήταν καλά και πότε ξανακατρακυλούσε. Πέθανε ο πατέρας του και τον φρόντιζε η ηλικιωμένη πλέον μητέρα του. Τα χρόνια περνούσαν και η παρέα είχε αρχίσει από καιρό να διαλύεται.
Οι περισσότεροι παντρεύθηκαν, άλλαξαν πόλεις, παρέες.
Εκανε διάφορα επαγγέλματα όταν ήταν κάπως καλά, και άλλες φορές γύριζε μόνος του στούς δρόμους προσπαθώντας να διώξει τους δαίμονες του. Κάποτε που επισκεφθήκαμε μαζί με ένα φίλο ακόμη τον γιατρό, μας είπε πως φοβόνταν, αν δεν είναι τακτικός στα φάρμακα του, και δυστυχώς δεν ήταν ποτέ, θα είχε κάποτε άσχημο τέλος.
Με τόση καλοσύνη που είχε μέσα του , θεωρούσε πως δύσκολα θα έκανε κακό σε άλλον. Θα έστρεφε την βία στο ίδιο του τον εαυτό.
Ο Γιάννης έφυγε το 1993. Επεσε από τον έβδομο όροφο της πολυκατοικίας πού έμενε, αφού πρώτα είπε στην μητέρα του γιά την σκέψη αυτή που του 'ρχεται στο μυαλό.
Η μητέρα του δεν τον πίστεψε.


Οι φωτογραφίες είναι σκαναρισμένες. Εκδρομή την Καθαρή Δευτέρα την δεκαετία του '70 κάπου στο δάσος Σείχ-Σού στην Θεσσαλονίκη. Εμφάνιση και εκτύπωση ερασιτεχνική σε σπίτι φίλου. (Ο Γιάννης δεν είναι εδώ).

Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007

Χρόνια Πολλά




Ετσι απλά χωρίς πολλά λόγια,




2007 ευχές για υγεία, ευτυχία, δημιουργικότητα.




Νά στε καλά οι απανταχού bloggers.